- υδρογραφικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρογραφία (βλ. λ.): Υδρογραφική υπηρεσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδρογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρογραφία («υδρογραφική υπηρεσία») 2. φρ. α) «υδρογραφική ανάλυση» (γεωμορφ.) η μελέτη τών αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ τής παροχής ενός ποταμού, τών κλιματικών και γεωλογικών μεταβλητών και ορισμένων… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek